- πενθῇς
- πενθέωbewailpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] … Dictionary of Greek
νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
πολυπενθής — ές, Α 1. αυτός που πενθεί πολύ, που έχει σοβαρό λόγο ή πολλούς λόγους για να πενθεί, ο πολύ πικραμένος (α. «αλκυόνος πολυπενθέος», Ομ. Ιλ. β. «γέρον πολυπενθές», Ομ. Οδ. γ. «πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν», Ομ. Οδ.) 2. (για γεγονότα) πολυθρήνητος… … Dictionary of Greek
ετοιμοπενθής — ἑτοιμοπενθής, ές (Μ) ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
μεγαλοπενθής — μεγαλοπενθής, ές (Α) πολύ θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
νεοπενθής — νεοπενθής, ές (Α) 1. αυτός που πενθεί πρόσφατο θάνατο 2. αυτός που θρηνήθηκε πρόσφατα, δηλ. αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
συμπενθής — ές, Α αυτός που πενθεί μαζί ή για τον ίδιο λόγο με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πενθής (< πένθος), πρβλ. δυσ πενθής] … Dictionary of Greek
ταλαπενθής — ές, Α 1. αυτός που υφίσταται υπομονετικά τις ταλαιπωρίες, καρτερικός 2. κοπιώδης, κοπιαστικός 3. θλιβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
φιλοπενθής — ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές υπερβολική θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ πενθής] … Dictionary of Greek
ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] … Dictionary of Greek